- υψιστάριοι
- και ὑψιστιανοί, οἱ, Α [ὕψιστος]εκκλ. αιρετικοί οι οποίοι δέχονταν έναν θεό ύψιστο και παντοκράτορα, όχι όμως ως πατέρα, και η διδασκαλία τους ήταν κράμα εθνικών, ιουδαϊκών και χριστιανικών στοιχείων, αλλ. ευχίτες ή μασσαλιανοί («ὑψισταρίοις, ὧν αὕτη ἐστὶν ἡ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς διαφορά, τὸ Θεὸν μὲν αὐτοὺς ὁμολογεῑν εἶναί τινα, ὃν ὀνομάζουσιν ὕψιστον,... πατέρα δὲ αὐτὸν εἶναι μὴ παραδέχεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.